Untitled 1

Η Αυλή Των Θαυμάτων

Επί τέλους ένα ελληνικό έργο πού αντέχει στον έλεγχο και στη σύγκριση με ξένα ομοειδή: η «Αυλή των θαυμάτων» του κ. Ίακ. Καμπανέλλη πού ανέβασε προχθές ο κ. Κάρολος Κουν στο «Θέατρο Τέχνης», Κάνοντας την απροκάλυπτη κι' απροφάσιστην αυτή διαπίστωση, δεν παραβλέπουμε το γεγονός πώς ο κ. Καμπανέλλης έχει. δεχθεί πολλές επιδράσεις και πως η «Αυλή των θαυμάτων», εκτός από τις «Σκηνές του δρόμου» του Έλμερ Ράϊς, θυμίζει το «Μεγάλο παιχνίδι» τού Άγγελου Τερζάκη, καθώς και μερικές γνωστές δημιουργίες του σύγχρονου αμερικάνικου θεάτρου (Μίλλερ, Ούϊλλιαμς κ.α.). Ακόμα, ο λεπτομέριμνος κριτικός θα μπορούσε να βρει στο «αστεροσκοπείο» του γερο Ιορδάνη κάποιαν αναλογία με τη σοφίτα του γέρο Έκδαλ τής «Αγριόπαπιας». Ό,τι όμως εξασφαλίζει στην «Αυλή των θαυμάτων» μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα σύγχρονα νεοελληνικά δραματικά προϊόντα είναι η δημιουργική αφομοίωση των ξένων αυτών επιδράσεων, η ελληνικότης των εικόνων και των καταστάσεων πού προβάλλει και μια στέρεη δομή που από ανάλογα ξένα πρότυπα αποφεύγει την αποσπασματικότητα της κινηματογραφικής τεχνικής.

Φυσικά, σ’ έναν πολυπρόσωπο ηθογραφικό (με την καλή σημασία του όρου) πίνακα, όπως η «Αυλή των Θαυμάτων» Είναι κάπως δύσκολο να προχωρήσει σε βάθος η ψυχολογική διερεύνηση κάθε προσώπου χωριστά. Ωστόσο και στον στιγμιοτυπικό τρόπο με τον οποίο προβάλλονται οι ήρωες του έργου, εύκολα διαισθάνεται κανείς τη γνησιότητα της αισθήσεως και την παρατηρητικότητα του συγγραφέα που συνέλαβε κάποιες ζωντανές μορφές της ελληνικής καθημερινότητας και δημιούργησε την ανάλογη ατμόσφαιρα της σε μιαν αυλή φτωχογειτονιάς που οι ένοικοι της απαρτίζουν ένα μικρογραφικό μεγαλόκοσμο με τα πάθη, τις αυταπάτες, τις μιζέριες, τους καϋμούς και τις μικροχαρές του. Ο κ. Ίακ. Καμπανέλλης που ίσαμε τώρα έχει αποτολμήσει ατό θέατρο μερικές δειλές δοκιμές, αυτή τη φορά πιστοποιεί με την «Αυλή των Θαυμάτων» του πώς έμαθε πια τα μυστικά της δραματικής τέχνης και πώς στο μέλλον δεν θα χρειάζεται κανενός την ενίσχυση για να προχώρηση πιο πέρα.

Όσο για την παράσταση δεν είμαι βέβαιος αν αυτό το κράμα νατουραλισμού και μυστικοπάθειας που τη χαρακτήριζε, ωφέλησε το έργο και υπογράμμισε την ανθρωπιά του. Ο κ. Γ. Λαζάνης στο ρόλο τον Ιορδάνη δεν απέφυγε την υπερβολή και την κατάχρηση της λεπτομέρειας που συνήθως βάζει σε δεύτερη μοίρα το κύριο χαρακτηριστικό μιας μορφής. Το ίδιο θα λέγαμε και για την κ. Νέλλη Αγγελίδου, που υποδύθηκε το χαρακτηριστικό ρόλο της Αννετώς. Πιο μετρημένο και άνετο ήταν το παίξιμο της κ. Β. Ζαβιτσιάνου (Όλγα), του κ. Μπάκα (Στέλιος), της κ. Μ. Κωναταντάρου (Ντόρα), του κ. Ν. Μπιρμπίλη (Στράτος), του κ. Δ. Χατζημάρκου (Μπάμπης) και της κ. Ελένης Παπαγιάννη (Μαρία). Η κ. Εκάλη Σώκου στο ρόλο της Βούλας δεν ήταν απαραίτητο να καταφυγή στο γκροτέσκο προκειμένου να υπογραμμίσει τις κωμικοτραγικές παλινωδίες της. Γενικά, παρά τις επιφυλάξεις πού διατηρούμε για τη συνέπεια της σκηνοθετικής γραμμής που ακολουθήθηκε είμαστε υποχρεωμένοι να ομολογήσουμε πως το συγκρότημα του «Θεάτρου Τέχνης» έδειξε για το έργο του κ. Καμπανέλλη τη στοργή και το ενδιαφέρον που του άξιζαν.

Το χαρακτηριστικώτατο σκηνικό τού κ. Γιάννη Τσαρούχη εξυπηρέτησε απόλυτα τις ανάγκες του έργου κι' εξουδετέρωσε το φυσικό μειονεκτήματα του σκηνικού χώρου του θεάτρου Τέχνης.

ΛΕΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ «ΑΘΗΝΑΪΚΗ», Δεκέμβριος 1957

Comments are closed.