Ο υπέροχος κόσμος του Ιάκωβου Καμπανέλλη

από την Ιωάννα Κλεφτογιάννη

Σιλωάμ

Η μοναχοκόρη του Κατερίνα δείχνει στην Popaganda, μεταξύ άλλων, τα πολύτιμα άγνωστα χειρόγραφα του κορυφαίου μεταπολεμικού δραματουργού, στιχουργού και ακαδημαϊκού.

Πλατεία Αμερικής, Λευκωσίας, Κύπρου. Την θορυβώδη απόσταση που διατρέχω, ανάμεσα από συνανθρώπους όλων των εθνικοτήτων σήμερα, τη διήνυε καθημερινά ο Ιάκωβος Καμπανέλλης (1921-2011) για να φτάσει σπίτι του. Στην πιλοτή της πολυκατοικίας μια χρυσή πινακίδα πληροφορεί και τον τελευταίο ανυποψίαστο περαστικό ότι «εδώ έζησε από το 1971 ως το 2011 ο κορυφαίος μεταπολεμικός δραματουργός, στιχουργός και ακαδημαϊκός».

Στον ίδιο χώρο σήμερα η μοναχοκόρη του Κατερίνα διατηρεί την μνήμη του και φυλάει, μεταξύ άλλων, τα πολύτιμα άγνωστα χειρόγραφά του, που ανακάλυψε σε μια μεταλλική ντουλαπιέρα στο μπαλκόνι (!). Μάλιστα, ένα από τα νέα ευρήματα, το «Σιλωάμ» (1951), η πρώτη γραφή του μονόπρακτου «Η Οδός…», θα έχουμε την τύχη να το δούμε να ανεβαίνει σε παγκόσμια πρεμιέρα στο Θέατρο Καρέζη στις 18 Οκτωβρίου, μαζί με το, επίσης, άπαιχτο μονόπρακτο «O Κρυφός Ηλιος» (1951), που δημοσιεύθηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 2005. Τα δυο μονόπρακτα μαζί με το ανέκδοτο «Άνθρωποι και Ημέρες» (1949–1950), συστήνουν την θεατρική τριλογία του Καμπανέλλη για την τρίχρονη κράτησή του στο Μαουτχάουζεν.

Ένα σπίτι γεμάτο μνήμες. Η συναισθηματική φόρτιση χτυπάει κόκκινο όμως όταν συναντάς τυχαία τα χειρόγραφα του Καμπανέλλη πάνω από το παλιό μπαράκι, εκεί που κάποτε υπήρχε το τζιν (τζιν με τόνικ ήταν το αγαπημένο του ποτό) και το Campari (το ποτό της συζύγου του). Ήτανε καλλιγράφος και φαίνεται πως είχε αποκλειστική προτίμηση στο μαύρο μελάνι – δεν υπάρχει χειρόγραφο με μπλε στυλό. Σε άλλα όμως έπιπλα στο χώρο φυλλάσσονται ταξινομημένα όλα του τα χειρόγραφα, ανάμεσά τους και η επίσης πρόσφατη ανακάλυψη με τον τίτλο «Αυτοκτονία», που αυτό τον καιρό περνά η Κατερίνα στον υπολογιστή.

«Βρήκα το “Σιλωάμ” μετά το θάνατο του πατέρα μου, γιατί ξεκίνησα να κάνω ένα ξεψάχνισμα. Στο ντουλάπι αυτό, μέσα σε κουτιά, φύλαγε όλα τα χειρόγραφα», μου λέει έχοντας βγει στο μπαλκόνι. «Έχω ανακαλύψει τουλάχιστον 7-8 άγνωστα έργα. Αξίζουν να εκδοθούν. Ακόμα και για τη μελέτη πάνω στα πρώτα του έργα. Είναι παλιά κείμενα. Πρέπει να είναι γραμμένα μέσα στη δεκαετία του ’50, μέχρι το ‘57».

Βγάζει ένα ένα τα χειρόγραφα και διαβάζει τους τίτλους: «Ένας θαυμάσιος τύπος», «O Κρυφός Ηλιος», «Άνθρωποι και Ημέρες», «Γραφείο Λογοκρισίας», «Η μυστική ζωή του Γουόλτερ Μίτι», «Χριστός και Κεφαλλονίτης. «Αυτά τα βρήκα πρώτη εγώ. Τον “Κρυφό Ήλιο” τον ανακάλυψε τυχαία ο καθηγητής Γιώργος Πεφάνης στην αποθήκη, στο υπόγειο. Το είχε χαμένο αυτό το έργο ο μπαμπάς μου, δεν ήξερε που ήτανε». Στα φρέσκα ευρήματά της είναι κι ένα παραμύθι του ’47, με τίτλο «Το Δάσος του Κακού»: «Είναι ένα παιδικό-εφηβικό παραμύθι. Τότε ο μπαμπάς ήταν 25, μόλις είχε γυρίσει από το Μαουτχάουζεν».

Χαρακτηρίζει την «Αυτοκτονία» «κομεντί με βάθος. Όλα τα έργα του έχουν από κάτω ένα βάθος, δεν είναι απλά μπουλβαράκια ή κωμωδίες. Και το “Ένας θαυμάσιος τύπος” είναι επίσης κωμωδία, σε τρεις πράξεις. Ο “Γουόλτερ Μίτι” είναι θέατρο του παραλόγου. Το “Γραφείο λογοκρισίας” είναι ένα καταπληκτικό μονόπρακτο, σάτιρα». Στις ανακαλύψεις υπάρχουν και ημιτελή έργα: «Ο Γάμος», «Ο Ναπολέων», «Ανθρωπος, αυτό το κατάστημα», «Λοκαντιέρα», «Νυχτοφύλακες» και «Πλούτος». Αλλά και τέσσερα μονόπρακτα:οι «Πρωτόπλαστοι», ο «Τρωϊκός», το «Θεοί του Ολύμπου» και ο «Χριστόφορος Κολόμβος». Μου δείχνει τη διορθωμένη εκδοχή του «Οδυσσέα γύρισε σπίτι», για την παράσταση του θεάτρου Τέχνης στο Ηρώδειο το ‘90. «Ξαναδούλευε συνέχεια του κείμενά του. Δεν ξέρω πόσες είναι οι εκδοχές του “Μια κωμωδία”! Το δούλευε και το ξαναδούλευε μέχρι να ανεβεί το 2001-2002. Ηταν τελειομανής μέχρι εξαντλήσεως».

Παρατηρώ τα έπιπλα με τα οποία έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του ο ευγενέστερος κύριος του ελληνικού θεάτρου. Προσπαθώ να τον φανταστώ να κινείται και να δημιουργεί ανάμεσά τους. «Ο μπαμπάς μου πάντα καθόταν σε αυτό τον καναπέ και η μαμά μου σε αυτή την πολυθρόνα. Κι εγώ περιφερόμουν. Το χωλ ήταν ο πιο ζωντανός χώρος. Εδώ μαζευόμασταν κι οι τρεις». Στη βιτρίνα είναι παραταγμένες μέχρι ασφυξίας δεκάδες κουκλίτσες με εθνικές φορεσιές από ταξίδια του ζευγαριού στο εξωτερικό. Αντίστοιχη συλλογή έχω δει μόνο στο σπίτι του Χρόνη Αηδονίδη.

«Σε αυτή τη βιτρίνα, όσο ζούσαν, υπήρχαν κειμήλια δικά του που πήρα σπίτι, και παλιά βιβλία, τα οποία μεταφέρθηκαν στο μουσείο Ιάκωβος Καμπανέλλης στη Νάξο, που εγκαινιάστηκε πρόσφατα». Το ρολόι στον τοίχο ήταν μέρος του σκηνικού στο φιλμ «Το κανόνι και το αηδόνι» (1968), όπου ο Ιάκωβος Καμπανέλλης υποδυόταν ένα ρολογά – υπέγραφε το σενάριο κι ο αδελφός του Γιώργος τη σκηνοθεσία. Ένας πίνακας του Στάθη Λιβάνη συνομιλεί με το έργο του Μιχάλη Κατζουράκη, με τον οποίο «είχαν συνεργαστεί στη διαφημιστική εταιρεία που δούλευε ο πατέρας μου ως κειμενογράφος την εποχή της Χούντας».

Πέρσικα πλακάκια, μπακίρια, ξυλόγλυπτοι μπουφέδες, κασέλες (τη μια του Μίνωα Αργυράκη του την είχε κάνει δώρο η Μελίνα Μερκούρη, την άλλη την είχε παραγγείλει από ένα Ζακυνθινό ξυλουργό), αιγυπτιακά τραπεζάκια  συνθέτουν το πυκνό ιδιωτικό σύμπαν του δραματουργού. «Γενικά,ήταν μεγάλη μαζώχτρα ο μπαμπάς», αναφωνεί η Κατερίνα. Υπάρχει κι ένα πορτατίφ με παιδικές ζωγραφιές. Δεν είναι των εγγονιών του Καμπανέλλη, αλλά της ίδιας: «Με είχε βάλει στα 4 μου να το ζωγραφίσω». Υπάρχει και η γωνιά των αγιογραφιών. Περιέργο, αν σκεφτεί κανείς ότι δεν είχε παρτίδες με τη Χριστιανοσύνη. «Δεν πίστευε ιδιαίτερα, δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις. Φοβόταν από μικρός και τις εκκλησίες. Ούτε μεγάλος πήγαινε».

Τα έπιπλα του γραφείου του μαζί με τη βιβλιοθήκη του έχουν ταξιδέψει στο Μουσείο στη Νάξο. Στους τοίχους όμως παραμένουν κρεμασμένα σκίτσα του Κυρ και του Μητρόπουλου. «Τον θυμάμαι να κάθεται εδώ και να γράφει. Περνούσε πολλές ώρες, μέρες και νύχτες στο γραφείο του. Μπορεί κάτι να σκεφτόταν ακόμα και στον ύπνο του και να σηκωνόταν για να το σημειώσει. Έγραφε κι εμείς έπρεπε να είμαστε ήσυχες».

Δύσκολα φαντάζεται κανείς ότι η εμπλοκή του με το θέατρο προέκυψε τελείως συμπτωματικά: «Ήταν η εποχή που είχε γυρίσει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης, το ’45. Μια μέρα είχε ραντεβού με μια κοπέλα, έξω από το θέατρο Μουσούρη, στο οποίο παιζόταν μια παράσταση του Κουν, με την Λαμπέτη. Η κοπέλα δεν εμφανίστηκε ποτέ, τον έστησε κι επειδή ήταν Δεκέμβρης κι είχε παγώσει, ήθελε να μπει κάπου να ζεσταθεί. Τελείως τυχαία μπήκε μέσα στο Μουσούρη. Ηταν 23-24 χρονών. Παρακολούθησε την παράσταση κι έμεινε άναυδος. Τα “Καπνοτόπια”, νομίζω, ήταν το έργο. Συγκλονίστηκε! Και τι τον συγκλόνισε περισσότερο, γιατί δεν είχε ξαναδεί ποτέ του θέατρο; Το “πώς εγώ, που γύρισα από ένα εφιαλτικό σκηνικό, όπου κάθε μέρα ήμουνα μελλοθάνατος κι έβλεπα γύρω μου νεκρούς, μπόρεσα να συγκλονιστώ από ένα ψέμα, που είναι το θέατρο!”. Αυτό! Δεν μπορούσε να πιστέψει πώς έγινε αυτό το θαύμα. Κι αποφάσισε από εκείνη τη βραδιά ότι θέλει να ασχοληθεί με το θέατρο».

Αποφασίζει να δώσει εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο. Δεν τον δέχτηκαν γιατί δεν είχε απολυτήριο Γυμνασίου. «Δεν το έβαλε κάτω. Προφανώς, είχε μέσα του τη φλέβα της γραφής. Και είπε “αφού δεν με δέχεστε ως ηθοποιό, θα μπω στο θεάτρο αλλιώς”. Κι άρχισε να γράφει». Είχε ταλέντο και στη συγγραφή και στη διήγηση. «Από την ώρα που γύρισε τον βάζανε όλοι να διηγείται τι είδε και τι έζησε στο Μαουτχάουζεν. Τα διηγιόταν τόσο όμορφα που τον παρακινήσανε οι φίλοι του να καθίσει να τα γράψεις. Το ένα έφερε το άλλο. Κάπως έτσι ξεκίνησε να γράφει». Οι καταβολές του δεν είχαν σχέση με τα Γράμματα: «Ο πατέρας του εμπειρικός φαρμακοποιός. Η μαμά του είχε 9 παιδιά να μεγαλώσει. Φτωχοί άνθρωποι ήταν. Το φαρμακείο στη Χώρα της Νάξου δεν πήγαινε κάποια στιγμή καλά και αναγκάστηκε ο πατέρας να πάρει την οικογένεια και να έρθουν στην Αθήνα, όπου ήδη βρίσκονταν κάποια αδέλφια του για σπουδές». Ο Ιάκωβος τότε ήταν 12 ετών. «Δεν συνέχισε το σχολείο, αναγκάστηκε να δουλέψει, γιατί υπήρχε πολύ φτώχεια. Εκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού. Όμως, διάβαζε και πάρα πολύ».

Είχε ανακαλύψει τα βιβλία πιο νωρίς, στη Νάξο: «Πήγαινε από την Αθήνα για διακοπές στο νησί ένα πλούσιο παιδί και του άφηνε κάποια βιβλία. Στην Αθήνα ερχόμενος δανειζόταν επί πληρωμή κάποια βιβλία από παλαιοβιβλιοπώλες, κι έτσι κατάφερε και διάβασε τα πάντα. Όλη την κλασική λογοτεχνία. Μέχρι και γαλλικά έμαθε με λεξικό. Κάποια στιγμή πήγε και στη Σιβιτανίδειο και σπούδασε σχέδιο. Διάβαζε πάρα πολύ όμως σε όλη τη ζωή του, είχε κατεβάσει βιβλιοθήκες».

Είκοσι ετών τον συλλαμβάνουν και τον οδηγούν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. «Ένας φίλος του στην Αθήνα τον έψησε να φύγουν από την Ελλάδα και να πάνε στη Μέση Ανατολή, για να γλιτώσουν την Κατοχή. Αλλά αυτό απαιτούσε κάποιες χιλιάδες λίρες, που δεν τις είχανε. Και τότε ο φίλος του, που ήταν πολύ καταφερτζής και το έψαχνε το πράγμα, πρότεινε να πάνε στην Ελβετία, που ήταν ουδέτερη. Το σχέδιο ήταν να πάνε στη Βιέννη πρώτα. Είχαν πάρει από εδώ να πουλήσουν τσιγάρα, σκοπεύαν να κάνουν και καμιά δουλειά του ποδαριού, ώστε να μαζέψουν λεφτά και να καταλήξουν τελικά στην Ελβετία. Όντως, φτάσανε μέχρι τη Βιέννη με πλαστά χαρτιά. Εκεί μείνανε ένα μικρό διάστημα και πουλήσαν τα τσιγάρα. Αλλά παίρνοντας μετά το τρένο για Ελβετία τούς συλλάβανε. Στην αρχή έκανε φυλακή στη Βιέννη και μετά τον μεταφέρανε –γιατί ο φίλος του χάθηκε, δεν ξέρει τι απέγινε- σε ένα πρώτο στρατόπεδο και μετά στο Μαουτχάουζεν ως πολιτικό κρατούμενο». Απελευθερώθηκε, μετά από 3 χρόνια, το Μάιο του ’45. «Τον κάνανε πρόεδρο της Επιτροπής των Ελλήνων Κρατουμένων, κι έμεινε στο στρατόπεδο μέχρι τον Αύγουστο για να φροντίσει για την επαναφορά των Ελληνοεβραίων, οι περισσότεροι από τους οποίους βεβαίως θέλανε να πάνε στο Ισραήλ. Μετά επέστρεψε στην Ελλάδα. Γυρνώντας πρέπει να πήγε πρώτα στην Ιταλία. Οι δικοί του δεν το πίστευαν ότι είναι ζωντανός, τον είχαν ξεγράψει. Στρατό δεν πήγε γιατί είχε πλευρίτιδα κι αβιταμίνωση από το Στρατόπεδο».

Ένας σταθμός στη ζωή του ήταν η συνάντησή του με τη γυναίκα που μοιράστηκε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του: «Δεν ξέρω λεπτομέρειες, αλλά ότι ήταν σε μια παρέα ο μπαμπάς μου στην οποία είχε μπλέξει κι η μικρότερη αδελφή της μαμάς μου. Και κάποια στιγμή είπε η γιαγιά μου στη μαμά μου: “Πήγαινε να μαζέψεις την αδελφή σου, και να πεις σε αυτό τον Ιάκωβο να μην την ξεμυαλίζει και αργεί να γυρίσει το βράδυ”. Δεν είχαν κάτι, απλά αργούσε να γυρίσει σπίτι. Πήγε η μάνα μου να του κάνει παρατήρηση και αυτό ήταν! Ήταν κεραυνοβόλος έρωτας. Ο μπαμπάς ήταν πολύ ωραίος, αν και ο πιο ωραίος της οικογένειας ήταν ο αδελφός του ο Γιώργος. Η μαμά μου δούλευε τότε σε μια εταιρεία. Από το ‘49 που παντρευτήκανε ζήσανε μαζί μέχρι το 2011, αγαπημένοι. Είχανε μια καταπληκτική σχέση ισότητας».

Θεατρικά τον ανακαλύπτει πρώτος ο Αδαμάντιος Λεμός, το 1950, με το «Χορό πάνω στα Στάχυα». Μέχρι τότε βιοπορίζεται ως γραφέας στο υπουργείο Αεροπορίας. «Τον απέλυσε όμως ένας αξιωματικός γιατί του ζήτησε να μεταφράσει κάτι από τα ισπανικά. Του απάντησε ο μπαμπάς μου “δεν ξέρω ισπανικά”, κι ο άλλος του είπε “λες ψέματα, σε απολύω”. Ήταν τόσο γελοίος ο λόγος της απόλυσής του. Μετά δεν ξέρω πού δούλεψε…». Το μεγάλο μπαμ θα γίνει με την «Αυλή των Θαυμάτων». Στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης δεν έπεφτε καρφίτσα και στις 182 παραστάσεις. «Ζούσανε στη Νέα Ελβετία με τη μαμά μου και η ταράτσα του σπιτιού τους έβλεπε σε μια τέτοια αυλή. Ο μπαμπάς ανέβαινε συχνά και παρακολουθούσε τα της αυλής, που ήταν σαν ένα κοινόβιο, γιατί τον ενδιέφεραν οι χαρακτήρες που ζούσαν όλοι μαζί. Ήταν πολύ παρατηρητικός άνθρωπος”. Ο τρόπος που ολοκληρώθηκε το έργο δεν είναι ο αναμενόμενος. «Είχε γράψει την πρώτη πράξη και την πήγε στον Κουν. Την διάβασε ο Κουν και του είπε: “Οπως είσαι τώρα, πηγαίνεις μέσα στο γραφείο και τελειώνεις το έργο. Δεν θα φύγεις από εδώ αν δεν το τελειώσεις”. Τρελάθηκε ο Κουν και όντως τον έβαλε κάτι μερόνυχτα στο γραφείο του και το τελείωσε!».

Στο Εθνικό Θέατρο χτύπησε την πόρτα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. «Από το ‘57 που ανέβηκε η “Αυλή”, είχε κάνει αίτηση στο Εθνικό με κάποια έργα του, και του τα είχαν απορρίψει όλα. Και πάλι δεν το έβαλε κάτω, δεν απογοητεύτηκε. Ήταν μεγάλος μαχητής ο πατέρας μου, σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του. Νομίζω τον καθόρισε το στρατόπεδο. Εκεί αγωνιζόταν να μείνει ζωντανός, ήταν ένας αγώνας στα άκρα. Αυτό τον καθόρισε. Και ήταν μεγάλος φιλόσοφος από τα νιάτα του. Φιλοσόφησε τη ζωή και το θάνατο από νωρίς”.

Την περίοδο της Χούντας, πολιτικοποιήθηκε έντονα, συμμετέχοντας σε αντιδικτατορικές οργανώσεις. «Ο τρόπος που μεγαλώσαμε μάς έκανε να έχουμε πολιτική σκέψη και ευαισθησία. Αν και δεν υπάρχει  σοβαρό έργο που να μην είναι πολιτικό, έλεγε ο ίδιος. Νομίζω, όμως, ότι η μεγάλη του αντίσταση την περίοδο αυτή ήταν το “Μεγάλο μας Τσίρκο”. Εκεί πέρα τα έδωσε όλα. Αγωνίστηκε πάρα πολύ για να ανεβεί, γιατί η λογοκρισία ήταν τρομακτική». Οι παραστάσεις του “Τσίρκου”, ιδέα του Κώστα Καζάκου και της Τζένης Καρέζη, εξελίχτηκαν στις μαζικότερες πολιτικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας της εποχής. «Θέλανε να κάνουνε μια παράσταση αντίστασης και σκεφτήκανε το concept του τσίρκου: με σκηνές, που να διαδέχονται η μια την άλλη, απ’ τις οποίες θα περνά όλη η ιστορία της Ελλάδας. Αυτές τις σκηνές τις κατέθετε μέρα πάρα μέρα ο πατέρας μου στο γραφείο Λογοκρισίας». Στην αρχή ήταν συνέχεια «απορρίπτεται». Μέχρι που βρήκε το κόλπο. «Έγραφε για κάθε σκηνή 40 σελίδες, με το σκεπτικό να του απορρίπτουν τις 20 και να ανεβάζουν τις άλλες 20, που ήταν οι πιο αιχμηρές». Πήγαινε στις πρόβες των έργων του, αλλά δεν ήλεγχε, δεν επενέβαινε. «Έλεγε απλά τη γνώμη, την οποία ούτως ή άλλως οι σκηνοθέτες του τη ζητούσαν». Συνδέθηκε στενά με δύο: με τον Κάρολο Κουν και με τον Γιώργο Μιχαηλίδη. «Αλλά ο Κουν ήταν ο άνθρωπός του. Η σχέση τους ήταν πάρα πολύ τρυφερή».

Ως άνθρωπος στην καθημερινότητά του αγαπούσε «τα πολύ απλά πράγματα. Να τρώμε όλοι μαζί, να βλέπει τηλεόραση, γιατί έβλεπε αρκετή τηλεόραση, να βρίσκεται με φίλους, να κάθεται εδώ στη βεράντα με τη μαμά μου και να πίνουν τον καφέ τους». Στη γενέτειρά του τη Νάξο πήγαινε, ειδικά τα τελευταία 25 χρόνια, κάθε καλοκαίρι. «Αγαπούσε πάρα πολύ το νησί του. Ήτανε ίσως ο μόνος από τα αδέλφια του που πήγαινε ανελλιπώς σε αυτό. Κατάφερε να αγοράσει ένα οικόπεδο στη Χώρα και να φτιάξει ένα σπίτι. Ήταν πολύ χαρούμενος και υπερήφανος για αυτό. Η υποδοχή που του κάνανε κάθε φορά ήταν μεγάλη. Έλεγε η μαμά μου “δεν τολμάμε να κατεβούμε στην περαντζάδα γιατί κάνουμε δυο ώρες να τη διασχίσουμε”».

Πώς περιγράφει σήμερα, συγκινημένη, η κόρη τον πατέρα;«Ήταν πεισματάρης, υπομονετικός μέχρι αηδίας, ευγενής, όχι απλά ευγενικός κι αγωνιστής. Δεν απογοητευόταν με τίποτα, ακόμη και οι κακές κριτικές που έπαιρνε μια εποχή, δεν τον πτοούσαν, δεν το΄βαζε κάτω. Ήταν υπέροχος και με ενθάρρυνε κυρίως να διαβάζω βιβλία. Με είχε πολύ προστατευμένη. Τώρα πώς με άφησε να ασχοληθώ κι εγώ με το θέατρο, δεν ξέρω. Δεν νομίζω ότι ήθελε. Η μεγαλύτερη αγωνία μου ήταν  όταν έκανα σκηνικά για δικό του έργο. Φοβόμουνα λίγο την κριτική του, παρόλο που δεν ήταν επικριτικός, δεν μου είχε πει ποτέ κακή κουβέντα. Μου έλεγε γενικά να μην απογοητεύομαι για τίποτα, να έχω πάντα το κεφάλι ψηλά, να μην με κατατροπώνουν οι δυσκολίες, και να διαβάζω, να μορφώνομαι, να βλέπω θέατρο. έχουμε γεννηθεί την ίδια μέρα με τον μπαμπά μου, στις 2 Δεκεμβρίου! Γενικά, μου είχε εμπιστοσύνη. Δεν επενέβη ποτέ στις παρέες ή στις εξόδους μου».

Το 2016 είναι μια συγκυρία σημαντικών  συμπτώσεων για το έργο του. Δεν παρουσιάζονται μόνο από κοινού σε πανελλαδική πρεμιέρα τα δυο άγνωστα θεατρικά κείμενά του. Δεν εγκαινιάστηκε -επιτέλους- μόνο το Μουσείο του στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Ο Κέδρος θα εκδόσει  τον τόμο «Ακου τη φωνή μου κι έλα» (από ατόφιο στίχο του, ο τίτλος), μια ανθολογία του συνόλου του ποιητικού του έργου με στίχους από τραγούδια και θεατρικά έργα, όπως το «Παραμύθι χωρίς όνομα», η «Γειτονιά των Αγγέλων»,  το «Μεγάλο μας τσίρκο», το «Εχθρός λαός». «Έχουμε εντάξει στην έκδοση και σειρά από ποιήματα ανεξάρτητα, που δεν ανήκουνε σε κάποιο θεατρικό, στίχους από ποιήματά του. Τα βρήκα κι αυτά πρόσφατα σε τετράδια και σελίδες ημερολογίων ή σκέτες σελίδες». Υπάρχει κι άλλη είδηση: Έχει ετοιμαστεί ένα cd με δέκα ανέκδοτα άγνωστα ποιήματά του, μελοποιημένα από τον Νεοϋορκέζο συνθέτη Σπύρο Εξάρα και ερμηνεύτρια τη σοπράνο Λίνα Ορφανού. Συμμετέχει και η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Οι μουσικοί είναι Αμερικάνοι, ενώ σε ένα τραγούδι παίζει μια μπάντα από τη Νέα Ορλεάνη. Έργα του αυτή τη στιγμή παίζονται παντού: στο Εθνικό Θέατρο της Κίνας παίζεται ο «Δείπνος», ο «Δρόμος περνά από μέσα» ανεβαίνει στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, η «Χώρα Ίψεν» στη Νορβηγία και ο «Μπαμπάς ο Πόλεμος» στο Εθνικό Θέατρο της Τουρκίας.

Το μουσείο στη Νάξο ξεκίνησε ως ιδέα το ’12. «’Ηθελα να υπάρχει ένας χώρος όπου θα συγκεντρωθούν όλα του τα αντικείμενα, οι τιμητικές διακρίσεις, τα παράσημα, το γραφείο του. Σκέφτηκα “είναι κρίμα απ΄το Θεό να τα κρατήσω σε ένα συρτάρι κλεισμένα και να  τα χαίρομαι εγώ». Στο ιστορικό κτίσμα της Χώρας, όπου στεγάζονταν οι σταύλοι επί Δουκών, αργότερα τα σφαγεία, η βιβλιοθήκη, και σήμερα παραχωρήθηκε από το Δήμο για να στεγαστεί το μουσείο,  υπάρχουν κειμήλια, έγγραφα, οι πρώτες του ταυτότητες, το απολυτήριο του στρατού, το δίπλωμα οδήγησης, «παρόλο που  δεν οδήγησε ποτέ», οι απορριπτικές επιστολές του Εθνικού κ.ά. «Φέτος μετά από 4 χρόνια κατάφερε επιτέλους να ανοίξει και να λειτουργήσει, χάρη και στις Κατερίνα Πολυχρονοπούλου και Νατάσα Μαρματάκη, που δώσαν όλο τον εαυτό τους σε αυτό». Απότερος  στόχος είναι να γίνει κάποια στιγμή Κέντρο Μελέτης του έργου του. Για το λόγο αυτό μετακόμιζει σιγά σιγά σε αυτό όλο το αρχείο του σε αντίγραφα. «Ήδη εμπλουτίζουμε  τη βιβλιοθήκη και φέτος λειτουργήσανε και εργαστήρια υποκριτικής και δημιουργικής γραφής, με τη Χρυσα Σπηλιώτη, βασισμένα πάνω στο έργα του “Επικήδειος” και “Τέσσερα πόδια τραπεζιού”. Έγινε καλή δουλίτσα!».

Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο site popaganda στις 8-10-2016 και αναδημοσιεύεται εδώ.

This entry was posted in Uncategorized. Bookmark the permalink.

Comments are closed.